- ἀδαίτρευτος
- ἀδαίτρευτος, ον,A for which nothing has been slain,
δεῖπνον Nonn. D.17.51
, 40.419.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεῖπνον Nonn. D.17.51
, 40.419.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδαίτρευτος — ἀδαίτρευτος, ον (Α) [δαιτρεύω] 1. ο μη τεμαχισμένος 2. σε περίπτωση δείπνου σημαίνει τον μη τεμαχισμό ή τη μη πρόβλεψη φαγώσιμων ειδών, π.χ. κρέατος, για τους συνδαιτημόνες … Dictionary of Greek
ἀδαιτρεύτοιο — ἀδαίτρευτος for which nothing has been slain masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαιτρεύτῳ — ἀδαίτρευτος for which nothing has been slain masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)